- ἠρώτων
- ἐρωτάωaskimperf ind act 3rd plἐρωτάωaskimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въпрашати — ВЪПРАША|ТИ (340), Ю, ѤТЬ гл. 1. Спрашивать, расспрашивать кого л.: и ѥгда тѩ въпрашѩѫть то ѿвѣштѩи съ тихостьѫ Изб 1076, 113; плѣньникы крьсть˫аны… ˫а въпрашахъ. знаѥте ли николѹ ЧудН XII, 73в; пригласивъ келарѩ въпрашаше ѥго ѿкѹдѹ си сѹть хлѣби … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… … Dictionary of Greek